ἐνάμαρτον

ἐνάμαρτον
ἐνάμαρτος
faulty
masc/fem acc sg
ἐνάμαρτος
faulty
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενάμαρτος — η, ο (AM ἐνάμαρτος, ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αμαρτωλός, ένοχος, εναμάρτητος αρχ. 1. εσφαλμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνάμαρτον η ροπή προς την αμαρτία. επίρρ... εναμάρτως εσφαλμένα, όχι ορθά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”